δυσεντερίη

δυσεντερίη
δυσεντερία
dysentery
fem nom/voc sg (epic ionic)
δυσεντεριάω
suffer from dysentery
pres imperat act 2nd sg (doric)
δυσεντεριάω
suffer from dysentery
imperf ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσεντερίῃ — δυσεντερία dysentery fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήμερος — η, ο / πολυήμερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερος κόπος» β. «καὶ πολυήμερον ὁδὸν διὰ τῆς ἄνω χώρας ἀγόμενος», Πλούτ.) 2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερη νηστεία» β. «πολυήμερος δυσεντερίη», Ιπποκρ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”